ὑποβλητικῶς

ὑποβλητικῶς
ὑπο-βλητικῶς, Adv.
A = ὑποβλήδην, Eust.106.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβλητικῶς — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβλητικός — ή, ό, Ν αυτός που ασκεί υποβολή, που εμπνέει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, ιδίως υψηλό (α. «υποβλητική μουσική» β. «υποβλητική ατμόσφαιρα»). επίρρ... υποβλητικώς και υποβλητικά Ν με υποβλητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποβλητός. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”